- άτσαλος
- -η, -οεπίρρ. -α1. ακατάστατος, άτακτος: Πάντα ήταν ανοικοκύρευτη, άτσαλη.2. βρόμικος, πρόστυχος: Έχει στόμα πολύ άτσαλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
άτσαλος — η, ο (Μ ἄτσαλος, η, ον) 1. ακατάστατος, ατημέλητος 2. άπρεπος, άκοσμος 3. βρόμικος 4. κακοφτιαγμένος, δύσμορφος νεοελλ. αδέξιος μσν. 1. ακατάστατος ηθικά, επιλήψιμος 2. (για φαγητό) βαρύς, βλαβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < αρχ.… … Dictionary of Greek
άτσαλα — επίρρ. βλ. άτσαλος … Dictionary of Greek
ατσαλιά — και ατσαλοσύνη, η [άτσαλος] 1. ακαταστασία, αταξία 2. απρέπεια, ακοσμία, αυθάδεια 3. ακαθαρσία, βρομιά … Dictionary of Greek
επώνυμο — Το όνομα της οικογένειας ή του οίκου που συνοδεύει το προσωπικό όνομα. Στους αρχαίους πολιτισμούς της ανατολικής Μεσογείου, στο προσωπικό όνομα προσέθεταν μερικές φορές το όνομα του πατέρα. Στους Άραβες, π.χ., Μοχάμετ ιμπν Άφαν και στους Εβραίους … Dictionary of Greek
παρασάνταλος — η, ο 1. (για πρόσ.) αυτός που δεν έχει τάξη ή μέτρο σε ό,τι λέει ή κάνει, ατάσθαλος, άτσαλος 2. (για πράγμ.) αυτός που δεν βρίσκεται σε τάξη ή δεν έχει λογική σειρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σαντάλι / σανδάλι] … Dictionary of Greek
τσαπατσούλης — α, ικο, Ν ακατάστατος, άτσαλος, επιπόλαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. capacul] … Dictionary of Greek
τσύπος — και τσίπος, ο, Ν ναυτ. στύπος άγκυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στύπος, με αντιμετάθεση τών συμφώνων στο συμφωνικό σύμπλεγμα στ (πρβλ. άτσαλος* < ατάσθαλος)] … Dictionary of Greek
παρασάνταλος — η, ο άτσαλος, ακατάστατος, τσαπατσούλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσαλαβούτας — ο 1.που βαδίζει απρόσεχτα και πατά στις λάσπες. 2. μτφ., άνθρωπος ακατάστατος, τσαπατσούλης, άτσαλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσαπατσούλης, -α, -ικο — (λ. τουρκ.), άνθρωπος ακατάστατος, άτσαλος, ανοικοκύρευτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)